ανάπαυμα — ἀνάπαυμα και ποιητ. ἄμπαυμα, το (Α) [ἀναπαύω] 1. ανάπαυση, διάλειμμα, ανακούφιση από κάτι 2. (για τάφους) τόπος αναπαύσεως 3. (για αγρούς) αγρανάπαυση* … Dictionary of Greek
ἀνάπαυμα — repose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαύμασι — ἀνάπαυμα repose neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαύματα — ἀνάπαυμα repose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμπαυμα — ἀνάπαυμα repose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
ՀԱՆԳԻՍՏ — (գստեան, կամ գստի, ից.) NBH 2 0036 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c գ. ἁνάπαυσις, ἁνάπαυμα, κατάπαυσις requies. Հանգչելն. դադարումն. դուլ եւ դադար. հանդարտութիւն. անդորրութիւն. խաղաղութիւն. ... *Շաբաթ՝ հանգիստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἄμπαυμ' — ἄμπαυμα , ἀνάπαυμα repose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)